Η Πρoσκόλληση Στις Πρώτες Επαφές Μητέρας- Παιδιού. Τα 4 Στάδια Και Οι Εκτιμήσεις, της Αντιγόνης Κεμερλίογλου

Η Πρoσκόλληση Στις Πρώτες Επαφές Μητέρας- Παιδιού. Τα 4 Στάδια Και Οι Εκτιμήσεις, της Αντιγόνης Κεμερλίογλου

Η Πρoσκόλληση Στις Πρώτες Επαφές Μητέρας- Παιδιού. Τα 4 Στάδια Και Οι Εκτιμήσεις, της Αντιγόνης Κεμερλίογλου

της Αντιγόνης Κεμερλίογλου, Ψυχολόγος  Παιγνιοθεραπεύτρια, MSc

 Η ανάπτυξη του πρωταρχικού δεσμού («προσκόλληση») είναι μια αμφίδρομη διαδικασία συναισθηματικού συνδέσμου που αναπτύσσεται ανάμεσα στο βρέφος και στη μητέρα (ή οποιουδήποτε έχει επωμιστεί το ρόλο της φροντίδας του παιδιού, την τροφό γενικότερα) στην οποία παίζει ρόλο όχι μόνο η ποσότητα, αλλά και η ποιότητα της αλληλεπίδρασης. Το βρέφος γεννιέται με ενσωματωμένες, προκατασκευασμένες συμπεριφορές οι οποίες φέρνουν τους γονείς κοντά του ώστε να το προστατέψουν από οτιδήποτε βλαβερό.

Το βρέφος χρησιμοποιεί διάφορες αντιδράσεις από το ρεπερτόριό του ώστε να σηματοδοτήσει τις ανάγκες του (κλαίει, γελάει, ψελλίζει, προσηλώνει βλέμμα, κλπ) και να τραβήξει την προσοχή των άλλων ως προς αυτές. Σε καταστάσεις όπου το μωρό νιώθει ότι απειλείται, π.χ., όταν χρειάζεται να αποχωριστεί την τροφό ή όταν βρίσκεται σε άγνωστο περιβάλλον, ή όταν είναι άρρωστο, τότε οι συμπεριφορές προσκόλλησης ενεργοποιούνται.

Το πώς αντιδρά η τροφός σε αυτά τα σήματα που εκπέμπει το παιδί, θα θέσει τη βάση για τις μετέπειτα κοινωνικές και διαπροσωπικές του σχέσεις. Αυτό συνεπάγεται όχι μόνο εγκεφαλική κατανόηση, αλλά και διαίσθηση της τροφού για το τι πραγματικά χρειάζεται το παιδί. Συγκεκριμένα, αυτό που παίζει ρόλο στην ανάπτυξη του πρωταρχικού δεσμού είναι πόσο πρόθυμη και έτοιμη είναι η τροφός να ανταποκριθεί στα καλέσματα του παιδιού την κατάλληλη χρονική στιγμή. Όταν υπάρχει συγχρονισμός της συμπεριφοράς της τροφού με τη συμπεριφορά του παιδιού, τότε το διευκολύνει να δεθεί μαζί της.

Από την άλλη, όταν η τροφός δεν ανταποκρίνεται επαρκώς στα καλέσματα του παιδιού, τότε η ανάπτυξη του πρωταρχικού δεσμού παρεμποδίζεται. Όσο πιο απομακρυσμένη είναι η τροφός από τις ανάγκες του βρέφους (το απορρίπτει, το παραμελεί), τόσο πιο πολύ εκείνο γαντζώνεται πάνω της για να κερδίσει τη στοργή και τη φροντίδα της. Μια άλλη εξίσου δυσλειτουργική συμπεριφορά είναι όταν η τροφός απαντά στα καλέσματα του παιδιού με υπερβολική- αποπνικτική φροντίδα.

Ομοίως σε αυτή την περίπτωση η ανάπτυξη του πρωταρχικού δεσμού παρεμποδίζεται καθώς η σχέση γίνεται συμβιωτική και δεν επιτρέπεται η εξέλιξη της ατομικότητας του παιδιού. Στην πραγματικότητα, αυτή είναι μία ανάγκη της τροφού να παρατείνει την εξάρτηση του παιδιού από εκείνη ώστε να μπορεί να αισθάνεται χρήσιμη

Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΑΡΧΙΚΟΥ ΔΕΣΜΟΥ

Ο πρωταρχικός δεσμός αναπτύσσεται σε τέσσερις φάσεις (Bowlby, 1969):

α) Η φάση πριν την ανάπτυξη του πρωταρχικού δεσμού

Αυτή η φάση λαμβάνει χώρα μέσα στις 6 πρώτες εβδομάδες μετά τη γέννηση του βρέφους. Το βρέφος ενεργοποιεί μία μεγάλη ποικιλία από σήματα (χαμόγελο, οπτική και απτική επαφή, κλάμα) τα οποία προκαλούν την άμεση ανταπόκριση της τροφού, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένας δεσμός.

Το βρέφος ενθαρρύνει την τροφό να παραμείνει κοντά του, να το πάρει αγκαλιά, να το κρατήσει, να το χαϊδέψει, να το αγγίξει, ή να του μιλήσει τρυφερά. Σε αυτό το στάδιο δε διαταράσσεται από την παρουσία ενός άγνωστου ενήλικα.

β) Η φάση προς την ανάπτυξη του πρωταρχικού δεσμού

Αυτή η φάση κυμαίνεται μεταξύ των έξι εβδομάδων και οχτώ μηνών. Το βρέφος πλέον αρχίζει να φέρεται διαφορετικά ανάμεσα στην τροφό και σε έναν άγνωστο. Το βρέφος συνδιαλλάσσεται πιο θετικά με την τροφό με το να γελάει ή να ηρεμεί όταν η τροφός το παίρνει αγκαλιά.

Η ανταπόκριση της τροφού και άλλων οικείων προσώπων στο περιβάλλον του βρέφους, κάνει το βρέφος να συνειδητοποιεί ότι οι πράξεις του έχουν επίδραση πάνω στους άλλους. Παρουσιάζει αδιαφοροποίητη προσκόλληση χωρίς αναφορά σε συγκεκριμένο πρόσωπο (π.χ., γελάει στο ανθρώπινο πρόσωπο αδιακρίτως, κλπ).

γ) Η φάση της πραγματικής προσκόλλησης

Αυτή η φάση λαμβάνει χώρα ανάμεσα στον έκτο μήνα και στα δύο πρώτα χρόνια του μωρού. Ο πρωταρχικός δεσμός ανάμεσα στο βρέφος και στην τροφό είναι πλέον εμφανής. Όταν η τροφός πρέπει να φύγει, το μωρό ταράζεται και είναι ανήσυχο. Αυτό είναι το λεγόμενο «άγχος αποχωρισμού», το οποίο συνοδεύεται από κλάμα, διαμαρτυρία και απόσυρση από τα άγνωστα στο μωρό πρόσωπα.

Όταν η τροφός επιστρέψει, το μωρό θα την πλησιάσει και θα είναι κολλημένο πάνω της. Σε αυτό το στάδιο, το μωρό χρησιμοποιεί την τροφό ως ασφαλή βάση στην οποία μπορεί να επιστρέφει όποτε νιώθει την ανάγκη για συναισθηματική υποστήριξη καθώς θα εξερευνά το περιβάλλον.

δ) Η φάση του σχηματισμού μιας αμοιβαίας σχέσης

Αυτή η φάση συνήθως λαμβάνει χώρα από τους 18 μήνες περίπου και έπειτα. Στο τέλος του δευτέρου έτους, το παιδί έχει αναπτύξει τη γλώσσα και το συμβολισμό. Αυτό βοηθάει το παιδί να καταλάβει ότι ο γονέας/ η τροφός πρέπει να φύγει, και ότι κάποια στιγμή θα επιστρέψει. Το άγχος αποχωρισμού μειώνεται. Τώρα αναπτύσσει πολυπροσωπική προσκόλληση, δηλ. πολλαπλές προσκολλήσεις σε πρόσωπα του άμεσου περιβάλλοντός του (γιαγιά, αδέλφια, μπέϊμπυ σίττερ, κλπ)

ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΠΡΟΣΚΟΛΛΗΣΗΣ- ΠΡΩΤΑΡΧΙΚΟΥ ΔΕΣΜΟΥ

Η Ainsworth και οι συνεργάτες της δημιούργησαν την πιο ευρέως γνωστή μέθοδο για να εκτιμήσουν την ποιότητα της προσκόλλησης. Αφορούσε σε μία εργαστηριακή μέθοδο (γνωστή ως η «Παράξενη Κατάσταση») σύμφωνα με την οποία το βρέφος, περίπου ενός έτους βρισκόταν στο εργαστήριο με τη μητέρα του, ενώ ενδιάμεσα ακολουθούσαν δύο αποχωρισμοί από τη μητέρα όπου στη θέση της ερχόταν ένα άγνωστο άτομο. Αυτό που μετρούσαν ήταν η συμπεριφορά του μωρού στην επανένωση με τη μητέρα. Η Ainsworth περιέγραψε 3 βασικά είδη προσκόλλησης που αναπτύσσονται στη βρεφική ηλικία:

i.  Ασφαλής προσκόλληση: το μωρό μπορούσε να αποχωριστεί τη μητέρα του και να εξερευνήσει το περιβάλλον του. Όταν έφευγε η μητέρα από το δωμάτιο ένιωθε ανησυχία και επεδίωκε να ανακουφιστεί, αλλά παράλληλα συνέχιζε την εξερεύνησή του και ήταν και πολύ συνεργάσιμο.

Μόλις επέστρεφε η μητέρα χαιρόταν, ανακουφιζόταν, ενώ δεν εκδήλωνε καθόλου θυμό. Σε έρευνες που ακολούθησαν  βρέθηκε συσχέτιση ανάμεσα στον τύπο προσκόλλησης στη βρεφική ηλικία και σε όλες τις μετέπειτα αναπτυξιακές του φάσεις: στην παιδική και εφηβική ηλικία, άτομα με ασφαλή προσκόλληση γνώριζαν πώς να κατανοούν και να χειρίζονται τα συναισθήματά τους, ακόμα κι αν κάποια από αυτά τους ήταν δυσάρεστα.

Επίσης, χειρίζονταν καλά τον αποχωρισμό, γιατί είχαν μάθει ότι ακόμα και αν τα άτομα που είναι κοντά τους απομακρυνθούν για λίγο, δεν θα τους εγκαταλείψουν. Ως ενήλικες μπορούσαν εύκολα να έρθουν κοντά στους άλλους, ένιωθαν άνετα να βασίζονται σε άλλους αλλά και να αφήνουν τους άλλους να βασίζονται σε αυτούς. Δεν ανησυχούσαν μήπως οι άλλοι τους εγκαταλείψουν ή έρθουν πολύ κοντά τους.

ii.   Ανασφαλής αποφευκτική προσκόλληση: το μωρό σπάνια έκλαιγε όταν έφευγε η μητέρα, και την απέφευγε όταν επέστρεφε. Επιπλέον, δεν έδειχνε να τη χρειάζεται, αλλά έτεινε να είναι πολύ θυμωμένο μαζί της. Με αυτόν τον τρόπο μάθαινε να αμύνεται απέναντι στην απόρριψη, με το να δείχνει ελάχιστο ή καθόλου συναίσθημα, και με το να αποφεύγει την τροφό όταν την ξανάβλεπε.

Στην παιδική και εφηβική ηλικία, παιδιά που είχαν αναπτύξει αυτού του είδους τον πρωταρχικό δεσμό, φάνηκαν να ενδιαφέρονται περισσότερο για δραστηριότητες παρά για σχέσεις, και η στρατηγική που χρησιμοποιούσαν ήταν να παραμένουν όσο το δυνατόν ουδέτεροι και να κάνουν ελάχιστα πράγματα ώστε να αποφύγουν την εμπλοκή σε σχέσεις. Ως ενήλικες απέφευγαν την εγγύτητα και δεν έδιναν μεγάλη αξία στις στενές σχέσεις ενώ έδειχναν να μην τους επηρεάζει η απόρριψη από τους άλλους

iii.  Ανασφαλής- αμφιθυμική προσκόλληση: το βρέφος είχε νευρικότητα πριν ακόμα φύγει η μητέρα από το δωμάτιο. Ήταν υπερβολικά ανήσυχο όταν έφευγε η μητέρα, και όταν επέστρεφε έδειχνε την αμφιθυμία του αφενός με το να ζητάει την επαφή μαζί της και αφετέρου με το να αντιστέκεται χτυπώντας την ή στριγκλίζοντας.

Το μωρό μάθαινε να προσαρμόζεται στη μη διαθεσιμότητα της τροφού με το να αυξάνει την ένταση της δυσφορίας του με κλάματα, ουρλιαχτά, κλπ. Όταν συνέβαινε αυτό, επέστρεφε η τροφός, οπότε το μωρό μάθαινε να χρησιμοποιεί αυτό το μηχανισμό.

Στην παιδική/ εφηβική ηλικία παρουσίαζαν εμμονές με τις διαπροσωπικές σχέσεις, ενώ αδιαφορούσαν για δραστηριότητες. Ως ενήλικες, επειδή είχαν αφήσει άλυτο το θέμα των σχέσεων με τους γονείς τους, δυσκολεύονταν να απεμπλακούν συναισθηματικά, επομένως αυτό παρεμπόδιζε τη λειτουργία των διαπροσωπικών τους σχέσεων.

Στην πορεία, μέσα από έρευνες  προστέθηκε ένα τέταρτο μοτίβο προσκόλλησης:

iv) Αποδιοργανωτική προσκόλληση στην οποία συμπεριλαμβάνονταν τα άτομα με τραυματικές εμπειρίες από την παιδική ηλικία, συμπεριλαμβανομένης της κακοποίησης. Αυτό μπορεί να ήταν λόγω απότομου αποχωρισμού από το γονέα ή λόγω ασθένειας του γονέα, ή ακόμη σωματικής παρουσίας του γονέα αλλά συναισθηματικής απουσίας αυτού (δηλαδή με το να κακοποιεί το παιδί ή να παραμελεί τις ανάγκες του).

Για παράδειγμα, πολλές μητέρες που κακοποιούσαν τα παιδιά τους δυσκολεύονταν να αναπτύξουν ένα αποτελεσματικό σύστημα επικοινωνίας με τα βρέφη τους. Αντί να συγχρονίσουν τη συμπεριφορά τους με αυτή του μωρού, συνήθως ακολουθούσαν τις δικές τους ανάγκες (π.χ., επειδή έπρεπε να φύγουν για τη δουλειά, το τάιζαν ενώ αυτό δεν πείναγε, το διέγειραν όταν εκείνο ήθελε να χαλαρώσει, κ.ο.κ).

Παρόλο που τα μωρά προσκολλώνταν ακόμα και σε μητέρες που τους παρείχαν κακή ποιότητα φροντίδας, η ποιότητα του πρωταρχικού δεσμού επηρέαζε κατ’ επέκταση τη μετέπειτα εξέλιξη του παιδιού στον κοινωνικό, συναισθηματικό, και γνωστικό τομέα.. 

Η αποδιοργανωτική προσκόλληση εμφανιζόταν με δύο τρόπους: το παιδί μπορεί να ήταν υπερβολικά ενθουσιώδες κάθε φορά που επέστρεφε ο γονέας γιατί ήθελε να τον ευχαριστήσει επειδή φοβόταν για το τι μπορούσε να ακολουθήσει. Από την άλλη, μπορεί να ήταν πολύ εχθρικό απέναντι στο γονέα ή και να τον αγνοούσε. Στην ενήλικη ζωή, υπήρχε ένας διάχυτος θρήνος που αφορούσε στην απώλεια του πρωταρχικού δεσμού ή/ και της παιδικής ηλικίας.

Οι αποδιοργανωμένοι- χαοτικοί ενήλικες συνήθως μετέφεραν τα άλυτα θέματα του παρελθόντος στο παρόν. Αυτό μπορούσε να εκδηλωθεί με δύο τρόπους όπως ακριβώς στην παιδική ηλικία: μπορεί να έδειχνα υπέρμετρο ενθουσιασμό προσπαθώντας να ικανοποιήσουν τις ανάγκες των άλλων γιατί φοβόντουσαν την εγκατάλειψη, ή από άμυνα παρουσιάζονταν αδιάφοροι στις ανάγκες των άλλων για να αποφύγουν τον πόνο που μπορεί να προέκυπτε από το συναισθηματικό δέσιμο.

Αποχωρισμός του Παιδιού από την Τροφό- Επιπτώσεις στη Συναισθηματική Ανάπτυξη του Παιδιού

Η συναισθηματική ανάπτυξη του παιδιού διαταράσσεται όταν υπάρχει πρόωρος, παρατεταμένος, ή μόνιμος αποχωρισμός από την τροφό (π.χ., παραμονή του παιδιού σε νοσοκομείο, τοποθέτηση του παιδιού σε ίδρυμα ή ορφανοτροφείο, διαζύγιο ή απώλεια γονέα, κ.ο.κ). Επαναλαμβανόμενα επεισόδια αποχωρισμού και συναισθηματικής αποστέρησης μπορεί να οδηγήσουν στο στάδιο της «αποδέσμευσης».

Συγκεκριμένα, το παιδί εκδηλώνει τις ακόλουθες αντιδράσεις: i) διαμαρτύρεται όταν έρχεται σε επαφή με την πραγματικότητα και ελπίζει να ανακτήσει την επαφή του με την τροφό ii) νιώθει απόγνωση γιατί προσδοκά να επιστρέψει η τροφός iii) οι εναλλαγές ελπίδας- απόγνωσης σταδιακά οδηγούν σε αποδέσμευση για το χαμένο πρόσωπο, δηλαδή, καταπνίγει τις αντιδράσεις του και παρουσιάζεται φαινομενικά αδιάφορο.

Σε κάθε μία από τις προηγούμενες φάσεις, το παιδί μπορεί να εκδηλώσει οργή ή να γίνει καταστροφικό απέναντι στον εαυτό του ή/ και στους άλλους. Υπήρχε συσχέτιση ανάμεσα σε επαναλαμβανόμενες εμπειρίες αποχωρισμού (βλ. παιδιά σε ιδρύματα) και ψυχοπαθητική συμπεριφορά (κατάθλιψη, εναντιωματικότητα, παραπτωματικότητα κλπ) η οποία μεταφερόταν και στην ενήλικη ζωή.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

•             Ainsworth, M. D. S., Blehar, M. C., Waters, E., & Wall, S. (1978). Patterns of Attachment: A Psychological Study of the Strange Situation. Hillsdale, N.J.: Erlbaum.

•             Hazan, C., & Shaver, P. (1987). Romantic Love Conceptualized as an Attachment Process. Journal o Personality and Social Psychology, 52, 511-524.

•             Μπόλμπυ, Τ. (1995). Δημιουργία και Διακοπή των Συναισθηματικών Δεσμών. Αθήνα: Καστανιώτη.

•             Παρασκευόπουλος, Ι. Ν. (1985). Εξελικτική Ψυχολογία. Ψυχολογική Θεώρηση της Πορείας της Ζωής από τη Σύλληψη ως την Ενηλικίωση (Τόμος 1). Αθήνα: Πανεπιστήμιο Αθηνών.

•             Vasta, R., Haith, M. M., & Miller, S. A. (1995). Child Psychology- the Modern Science (2nd ed.). New York: John Wiley & Sons, Inc.

 

Η Αντιγόνη Κεμερλίογλου είναι Ψυχολόγος- Παιγνιοθεραπεύτρια. Το πρώτο της πτυχίο είναι στην Ψυχολογία (University of La Verne). Έχει μεταπτυχιακά στην «Ψυχολογία της Υγείας» (University of Stirling, Scotland) και την «Ψυχολογία της Εκπαίδευσης» (Institute of Education, UCL). Έχει μετεκπαιδευτεί περαιτέρω στην Παιγνιοθεραπεία («Το Άθυρμα») και τη δημιουργική εποπτεία («ΕΡΜΑ»). Επαγγελματικά έχει συνεργαστεί με Κέντρα Ψυχοκοινωνικής Υποστήριξης στον τομέα πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας πρόληψης. Διαθέτει διδακτική εμπειρία σε πανεπιστημιακά προγράμματα Βρετανικών και Αμερικανικών Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων στην Ελλάδα στους τομείς της Ψυχολογίας και της Συμβουλευτικής. Συνεργάζεται με το «ΕΡΜΑ» ως εκπαιδεύτρια και επόπτρια του προγράμματος Παιγνιοθεραπείας. Παράλληλα διατηρεί γραφείο ως Ψυχολόγος-Παιγνιοθεραπεύτρια όπου βλέπει παιδιά, γονείς, εφήβους, και ενήλικες τόσο σε ατομικό όσο και σε ομαδικό επίπεδο, και κάνει επαγγελματική εποπτεία σε ειδικούς ψυχικής υγείας.Παρέχει συστηματικά βιωματικά σεμινάρια και εργαστήρια Παιγνιοθεραπείας σε ευρύ και ειδικό κοινό, ενώ συμμετέχει ως προσκεκλημένη ομιλήτρια σε συνέδρια και ημερίδες. Είναι μέλος του ΣΕΨ και αντιπρόεδρος της ΠΕΕΔΠ.